προορίζει

προορίζει
προορίζω
determine beforehand
pres ind mp 2nd sg
προορίζω
determine beforehand
pres ind act 3rd sg
προορίζει , προορίζω
determine beforehand
pres ind mp 2nd sg
προορίζει , προορίζω
determine beforehand
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… …   Dictionary of Greek

  • προορίζω — ΝΜΑ [ὁρίζω] ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.) ||… …   Dictionary of Greek

  • προοριστικός — ή, ό, Ν αυτός που προορίζει, που προκαθορίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προορίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”